λάτρα

λάτρα
η
1) уход, забота; 2) уборка; соблюдение чистоты;

λάτρα του σπιτιού — уборка дома;

νερό γιά λάτρα — вода для мытья чего-л.


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λάτρα" в других словарях:

  • λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… …   Dictionary of Greek

  • λάτρα — η η καθαριότητα, η φροντίδα για το συγύρισμα του σπιτιού: Κάθε χρόνο πριν από τις γιορτές ασχολούνταν με τη λάτρα του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kos — Gemeinde Kos Δήμος Κω …   Deutsch Wikipedia

  • Kós — Dieser Artikel behandelt die griechische Insel Kos. Für weitere Bedeutungen siehe die Begriffsklärung Kos Kos Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Dodekanes …   Deutsch Wikipedia

  • αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί 2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει 3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα 4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατρευτός < λατρεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»